У једној својој чувеној бесједи, посвећеној управо празнику који данас прослављамо, Св. Григорије Богослов вели како је Господње оваплоћење, његово рођење од Дјеве, дјело чудесније чак и од стварања свијета и човјека (Бесједа 38.13). Oн објашњава и зашто је то тако, па каже: дјело стварања било је чудесно јер је Бог саздао биће слично себи, даровао је човјеку сопствени образ или лик; сада пак, у оваплоћењу, Бог постаје сличан томе бићу, односно он савршено узима на себе људски лик, постајући у потпуности човјек.
И заиста, могли бисмо ово исто рећи и овако: пријатно је бити сличан Богу, лако је стремити ка савршенству, лако је и лијепо вољети оно узвишено. Но, како ли је само тешко чак и помислити на то да оно што је савршено стреми ка несавршеном, да оно што је узвишено воли оно што је понижено? Па ако би се још и могло рећи како чежња за узвишеним у нама често, када год паднемо, производи бол, да боли, замислимо тек колико боли то када оно за чим жудиш и што љубиш непрестано и изнова иде из пада у пад? Непрестано и изнова, чак и након што си му показао куда треба да иде, након што си му „приправио пут и поравнао стазе“ (уп. Мт 3.3), након што си га узео на плећа и понио тим путем „да како не запне о камен ногом својом“ (Пс 90.12).
Но, гле, управо ово, како каже Григорије, понајвише приличи Богу. Јер Бог нас, додаће Григоријев велики тумач Св. Максим Исповиједник, није заволио као самога себе, већ више од себе (Писмо 44). Да, то је мјера божанске љубави; на другом мјесту (Таласију 64) Св. Максим каже како је Логос постао човјек како би ту божанску мјеру учинио нашом мјером: није савршен онај који, каже он, природно љуби ближњега свога као самога себе, већ онај који божански натприродно брине о ближњем и љуби га више од самога себе, онако како натприродно Бог љуби нас.
Дакле, љубљени моји, Бог нас је задужио – тиме што је сам учинио, и то исто тражи и од нас; оно што он јесте, то исто хоће да и ми сами постанемо и будемо, да достигнемо мјеру божанске љубави.
Како божанствено! Јер видите, немамо изговора! За одсуство сваке друге врлине бисмо се могли позвати на нашу слабост, на нашу грешност, слабост, и завапити му покајнички: „Помози моме невјерју!“ (уп. Мк 9.24). А за недостатак љубави не можемо, јер гријех није изговор за недостатак љубави – и гријешник зна и може да воли више од себе. Гријех није препрека за љубав; међутим, љубав јесте препрека за гријех – ето, у томе је тајна божанске премудрости! Господ долази, „другу заједницу заједничари“, како каже Григорије Богослов, да нас на божански начин исцијели човјештвом, показујући нам да ниједна од наших слабости, ако љубави имамо, не пријечи наш пут у Небеса отворена.
Ето, зато на божићној јутарњој служби кличемо управо Григоријевим ријечима: „Христос се рађа, славите! Христос са небеса, изиђите му у сусрет! Христос је на земљи, узвисите се! Нека пјева Господу сва земља!“
Још једно знајмо: божанска љубав која данас сједињује Бога и човјека, небо и земљу, рај и васељену, љубав је која се само и једино у дјелима очитује. То није тек некакво стремљење духа, пасивна добровољност и благонаклоност, већ дјелатни огањ који постоји и собом све обухвата. Син Божији је у човјеку запалио овај огањ силаском у утробу Дјеве и ми га више не можемо угасити. Међутим, до свакога од нас је да ли ће нас он неописиво болно пећи или ћемо у њему сагорјевати наше страсти, стремећи да будемо „савршени као што је савршен Отац наш небески“ (Мт 5.48). Тада ћемо и једино тада у том огњу осећати топлину и светлост и надасве божанску радост! Радост Божића!
Мир Божији, Христос се роди!
Σε μία πολύ γνωστή ομιλία του, αφιερωμένη στην γιορτή που γιορτάζουμε σήμερα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η ενσάρκωση του Κυρίου, η γέννησή του από την Παρθένο, είναι έργο πιο θαυμαστό και από την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου (Ομιλία 38,3). Μας εξηγεί επίσης και γιατί είναι έτσι, και λέει· η δημιουργία είναι θαμαστή διότι ο Θεός έπλασε ένα όν όμοιόν του, χάρισε στον άνθρωπο το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν, και τώρα πια, με την ενσάρκωσή Του, ο Θεός γίνεται όμοιος με το όν το οποίο έπλασε, δηλαδή λαμβάνει την ανθρώπινη μορφή, γίνοντας κατά πάντα άνθρωπος.
Ή, να το πούμε διαφορετικά· είναι ευχάριστο το να είσαι όμοιος με τον Θεό, είναι εύκολο να στρέφεσαι προς το τέλειο, είναι και εύκολο και ωραίο να αγαπάς το ανώτερο. Πόσο δύσκολο τότε είναι, και μόνο να το σκεφτεί κανείς, το τέλειο να στραφεί προς το ατελές, το υπεράνω να αγαπά το τεταπεινομένο?
Θα μπορούσαμε ενδεχομένος να προσθέσουμε εδώ και το εξής· είναι γεγονός ότι ο πόθος για τα ανώτερα πολλές φορές, μάλλον κάθε φορά που σκοντάφτουμε, μας δημιουργεί πόνο, νιώθουμε πόνο, πονάμε· αναλογιστείτε μόνο πόσο πιο πολύ πονάει όταν εκείνοι για τους οποίους λαχταράς και τους αγαπάς συνέχεια και επανειλημένα σκοντάφτουν και κατρακυλούν? Συνέχεια και επανειλημένα, ακόμα και αφότου τους έχεις δείξει προς τα που πρέπει να πάνε, εφόσον «ετοίμασες την οδόν και ποίησες τας τρίβους» (Μαθ. 3,3), εφόσον τους πήρες στην πλάτη σου και ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί τους, μήποτε προσκόψουν πρὸς λίθον τὸν πόδα τους (Ψαλ. 90,12).
Και ιδού, λέει ο Γρηγόριος, τούτο ακριβώς πάνω από οτιδήποτε άλλο αρμόζει στον Θεό. Γιατί ο Θεός, θα προσθέσει ο μέγας ερμηνευτής του Γρηγορίου, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δεν μας έχει αγάπησει ως σεαυτόν, αλλά και περισσότερο από σεαυτόν (Επιστολή 44). Ναι, αυτό είναι το μέτρο της αγάπης του Θεού. Και σε ένα άλλο σημείο (Προς Θαλάσσιο 64) ο Άγιος Μάξιμος μας λέει πως ο Λόγος έγινε άνθρωπος για να κάνει το θεϊκό μέτρο δικό μας μέτρο· δεν είναι τέλειος, μας λέει, αυτός που κατά φύσιν αγαπά τον πλησίον του ως σεαυτόν, αλλά εκείνος που θεϊκώς και υπέρ φύσιν φροντίζει για τον πλησίον του και τον αγαπά περισσότερο από σεαυτόν, ακριβώς έτσι όπως και ο Θεός υπερφυσικά αγαπά εμάς.
Δηλαδή, αγαπητά μου αδέρφια, ο Θεός μας το έταξε – με τα έργα του, τα οποία ζητά και από εμάς. Θέλει και εμείς οι ίδιοι να γίνουμε και να είμαστε εκείνο που Αυτός είναι· να φτάσουμε το μέτρο της θεϊκής αγάπης.
Τί θαυμάσιο! Γιατί εδώ, βλέπετε, δεν χωράει καμία δικαιολογία. Για την έλλειψη κάθε άλλης αρετής θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την αδυναμία μας, την αμαρτωλότητα της φύσεως μας και να βοήσουμε μετανοιωμένοι «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μκ. 9,24). Για την απουσία της αγάπης δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, γιατί η αμαρτία δεν είναι δικαιολογία για την απουσία της αγάπης – και ο αμαρτολός γνωρίζει το πώς και μπορεί να αγαπά και παραπάνω από σεαυτόν. Η αμαρτία δεν μπορεί να εμποδίσει την αγάπη, αλλά η αγάπη εμποδίζει την αμαρτία – και σε αυτό αποκαλύπτεται το μυστήριο της σοφίας του Θεου! Ο Κύριος έρχεται, «δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν» (Λόγος 45, «Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα»), όπως μας το λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να μας, τρόπω θεϊκό, εξυγιάνει με την ενανθρώπησή Του, αποδυκνύοντάς μας ότι, εάν έχουμε αγάπη, καμμία από τις αδυναμίες μας δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο μας προς τους πλέον ανοιχτούς Ουρανούς.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο στον χριστουγεννιάτικο όρθρο αναβοούμε «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ».
Πρέπει να ξέρουμε και τούτο· η αγάπη του Θεού, η οποία, σήμερον ημέρα, εννώνει τον Θεό και τον άνθρωπο, τον ουρανό και την γη, τον παράδεισο και τον κόσμο, είναι η αγάπη που μαρτυρείται με έναν και μόνο τρόπο· με τις πράξεις. Δεν είναι καμία πνευματική τάση, καμία ανενεργός καλοσύνη και εύνοια, αλλά πύρ ενεργός που υπάρχει και εναγκαλιάζει τα πάντα. Ο Υιός του Θεού, με την κατάβασή του στην κοιλιά της Παρθένου, το έχει ανάψει το πυρ αυτό και εμείς δεν μπορούμε να το σβήσουμε πια. Είναι όμως η επιλογή του καθένα εάν το πυρ αυτό θα μας καίει με απερίγραπτο πόνο ή εμείς θα κατακάψουμε μέσα σε αυτό τις αμαρτίες μας τείνοντας προς το να γίνουμε «τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μαθ. 5,48). Τότε, και μόνο τότε, θα νιώθουμε σε τούτο το πύρ την ζεσταστιά και το φώς, και πάνω από όλα την θεϊκή χαρά! Την χριστουγεννιάτικη χαρά!
Ειρήνη του Θεού, ο Χριστός ετέχθη!